- ίμερος
- I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως ακόλουθοι της Αφροδίτης. Πήλινα αγγεία της Αττικής και της Ερέτριας που έχουν διασωθεί απεικονίζουν τον Ί. με τη μορφή ωραιότατου νέου.IIΠαράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 385 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στα ΝΑ της λίμνης Μητρικού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρωνείας.* * *ὁ (Α ἵμερος)έντονος πόθος, λαχτάρα, σφοδρή επιθυμία για σαρκική απόλαυσηαρχ.1. έντονη επιθυμία για κάτι ή για κάποιον (α. «σίτου... ἵμερος» — επιθυμία για φαγητό, αίσθημα πείναςβ. «ἵμερος γόου» — πόθος να κλάψει κανείς για να ξεσπάσει2. ως κύριο όν. ὁ Ἵμεροςθεϊκή ύπαρξη που ανήκει στον κύκλο τού Έρωτα και τής Αφροδίτης3. φρ. α) «ἵμερον ἔχω» ή «ἵμερος ἔχει με» — ιμείρομαι, επιθυμώ πολύβ) «πολλοὶ γὰρ εἰς ἓν ξυμπίτνουσιν ἵμεροι» (πολλές παρορμήσεις και συναισθήματα συγκεντρώνονται σ' ένα σημείο, Αισχύλ.)γ) «γλυκὺς ἵμερος» — ο έρωτας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ἵμερος < *si-smero-s < *si-smer-ye/o (> ἱμείρω), οπότε πρόκειται για μεταρρηματικό παρ. τού ρ. ἱμείρω. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και αβεστ. hĭ-šmarәnt- «προσέχοντας, με προσοχή».ΠΑΡ. αρχ. ιμερόεις, ιμερώδης.ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) αρχ. ιμεράμπυξ, ιμερόγυιος, ιμεροδερκής, ιμεροθαλής, ιμερόνους, ιμεράπνους, ιμερόφρων, ιμερόφωνος. (Β΄ συνθετικό) αρχ. δυσίμερος, εφίμερος, πανίμερος].
Dictionary of Greek. 2013.